τραχηλαιμάτωμα

τραχηλαιμάτωμα
το, Ν
ιατρ. αιμάτωμα τού στερνοκλειδομαστοειδούς μυός το οποίο προκαλείται στο νεογνό από ρήξη αυτού τού μυός κατά τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. trachelhematome (< τράχηλος + αιμάτωμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”